- σπόρθυγγες
- σπόρθυγγεςSee also: s. σπύραθοι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
σπόρθυγγες — Α (κατά τον Ησύχ.) «αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπύραθος] … Dictionary of Greek
σπορθύγγια — τὰ, Α [σπόρθυγγες] (κατά τον Ησύχ.) «τρίβολα, τά διαχωρήματα τών αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῡσιν» … Dictionary of Greek